- θυρεοστιμουλίνη
- η(βιοχ.) ορμόνη τής υπόφυσης η οποία ελέγχει τον σχηματισμό θυροξίνης στον θυρεοειδή αδένα.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, νόθου συνθ., πρβλ. γαλλ. thyreostimuline < thyreo- (πρβλ. θυρεο-ειδής) + stimuline (< λατ. stimulo «διεγείρω»)].
Dictionary of Greek. 2013.